Η αποσιώπηση των πολιτικών γεγονότων από το 480 ως το 460 π.Χ. βοήθησε σ’ αυτήν την παραποίηση. Το λαϊκό κίνημα του Εφιάλτη παρουσιάζεται σαν κρίση στις σχέσεις των δύο κομμάτων, σαν κομματική αντιδικία, και η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας σαν μια μικροβελτίωση, που έγινε στο καθεστώς από το δημοκρατικό κόμμα, όταν αυτό ήρθε στην εξουσία κάτω από την καθοδήγηση του Εφιάλτη.
Στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» διαβάζουμε: Η κρίση μεταξύ αριστοκρατικών και δημοκρατικών, που είχε για χρόνια αποσοβηθεί, τελικά εκδηλώθηκε το 462 π.χ., την εποχή που ο Κίμων με τους 4.000 διαλεχτούς Αθηναίους οπλίτες βρισκόταν στην Πελοπόννησο. Τότε, "γενόμενος του δήμου προστάτης Εφιάλτης ο Σοφωνίδου... επί Κόνωνος άρχοντος", αφαίρεσε από τη Βουλή του Αρείου Πάγου, που ήταν "η της πολιτείας φυλακή", κατά τον Αριστοτέλη, τις πολιτικές αρμοδιότητες. Η ενέργεια αυτή, που οδήγησε στην τελείωση της αθηναϊκής δημοκρατίας, ήταν οριστική, και όσο και αν προσπάθησε μετά την επιστροφή του ο Κίμων να μεταπείσει τον δήμο να την αναιρέσει, δεν το κατόρθωσε. Η απουσία του Κίμωνος ήταν μοιραία, γιατί ο δήμος εύκολα πείστηκε – είχε ήδη από χρόνια προετοιμασθεί να ψηφίσει τη μεταρρύθμιση που πρότεινε ο Εφιάλτης μαζί με κάποιον άλλον Αθηναίο, τελείως άγνωστο, τον Αρχέστρατο.
Ο Εφιάλτης έγινε ηγέτης του κινήματος για την κατάλυση της εξουσίας των γαιοκτημόνων ευγενών και όχι του δημοκρατικού κόμματος, όπως προσπαθούν να τον παρουσιάσουν.
Πρέπει να κάνουμε κατανοητό ότι τόσο το ολιγαρχικό, όσο και το δημοκρατικό κόμμα ανήκαν και τα δύο στους πλούσιους ευγενείς. Εκπροσωπούσαν τις δύο πολιτικές τάσεις μέσα στην άρχουσα τάξη των ευγενών. Οι ολιγαρχικοί ήθελαν την κατάργηση του καθεστώτος ισονομίας και ισηγορίας του Κλεισθένη, την αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων από τον λαό και την επιβολή ολιγαρχικού καθεστώτος. Οι δημοκρατικοί ήταν υπέρ του καθεστώτος ισονομίας και ισηγορίας του Κλεισθένη, με συμμετοχή του λαού στην εκλογή και τον έλεγχο των αρχόντων.
Η προσπάθεια να παρουσιάσουν τον Εφιάλτη ως αρχηγό του δημοκρατικού κόμματος φαίνεται τεχνητή. Ο αρχηγός του δημοκρατικού κόμματος, ο διάδοχος του Σόλωνα, του Κλεισθένη και του Θεμιστοκλή, έπρεπε να ανήκει στους πλούσιους ευγενείς και να είναι από γνωστή οικογένεια. Ο Εφιάλτης ήταν φτωχός και άσημος και ήταν άγνωστη η καταγωγή του, καθώς και ο δήμος όπου κατοικούσε. Ο πατέρας του Σοφωνίδης ήταν τελείως άγνωστος, έγινε δε γνωστός μόνον επειδή ήταν ο πατέρας του Εφιάλτη.
Μερικοί προσπάθησαν να καλύψουν αυτήν την αντίφαση λέγοντας πως ο Εφιάλτης καταγόταν από γνωστή και εύπορη οικογένεια, που φτώχυνε όταν αυτός ασχολήθηκε με την πολιτική.
Η πενία του Εφιάλτη, σε συνάρτηση με τη υψηλή παιδεία που μνημονεύεται ότι είχε, οδήγησε νεότερους ιστορικούς στο συμπέρασμα ότι η οικογένειά του, αν και παλαιότερα εύπορη, είχε χάσει την περιουσία της, όταν εκείνος πολιτεύτηκε.
Αφού δεν μπόρεσαν να θεμελιώσουν με σιγουριά την καταγωγή του Εφιάλτη, προσπάθησαν να τον παρουσιάσουν ως συνεργάτη άλλοι του Θεμιστοκλή και άλλοι του Περικλή.
Η μεταρρύθμιση του 462 π.Χ. θεωρήθηκε τόσο πολύ ως φυσική συνέπεια της πολιτικής γραμμής του Θεμιστοκλή, ώστε χωρίς την ελάχιστη αμφιβολία ο Αριστοτέλης πίστεψε ότι και πάλι βρέθηκε στην πόλη ο δαιμόνιος πολιτικός και ότι υπήρξε ένας από τους δύο πρωτεργάτες της αλλαγής.
Η άποψη όμως που κυριάρχησε μέχρι σήμερα, είναι αυτή που αναφέρει ο Πλούταρχος, ότι δηλαδή ο Εφιάλτης ήταν συνεργάτης του Περικλή, όσο και αν φαίνεται χοντροκομμένη.